νεολόγος

νεολόγος
Τίτλος εφημερίδων. 1. Ν. Πατρών. Καθημερινή πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1847 από τον Ιω. Παπαδόπουλο. 2. Ν. Κωνσταντινουπόλεως. Καθημερινή εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1866 από τον Στ. Βουτυρά. Συνέχισε την έκδοσή της έως το 1923.
* * *
ο
αυτός που συλλέγει τα νέα, δηλ. τις ειδήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • επικλητικός — ή, ό αυτός που γίνεται ή λέγεται για επίκληση, για έκκληση. επίρρ... επικλητικώς, ά με επίκληση, με έκκληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίκληση. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

  • κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • προλείανση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προλειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προλειαίνω. Η λ., στον λόγιο τ. προλείανσις, μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

  • σουν(ν)ίτης — ο, Ν συν. στον πληθ. οι σουνίτες οι οπαδοί τού σουνισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούν(ν)α, «μουσουλμανικές διδαχές» + κατάλ. ίτης. Η λ., στον λόγιο τ. Σουννῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Νεολόγος Κων/πόλεως] …   Dictionary of Greek

  • Βουτυράς, Σταύρος — (Τσεγγέλκιοϊ, Βόσπορος 1841 – 1923). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιάδης, Βασίλειος — (Ταταύλα Κωνσταντινούπολης 1892 – 1971). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Στα γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1910 με το θεατρικό έργο Για την πατρίδα, το οποίο και παίχτηκε στην Κωνσταντινούπολη την ίδια χρονιά. Μετά την απόλυσή… …   Dictionary of Greek

  • Λαυριώτης, Αλέξανδρος — (Αλεξανδρούπολη 1840 – 1907). Λόγιος μοναχός. Το κοσμικό του επώνυμο ήταν Ευμορφόπουλος. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε νεαρή ηλικία μόνασε στη μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου για πολλά χρόνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”